- ἔρεσσον
- ἐρέσσωrowaor imperat act 2nd sg (epic)ἐρέσσωrowimperf ind act 3rd pl (homeric ionic)ἐρέσσωrowimperf ind act 1st sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἐρεσσόν — Ἐρεσσός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπίπτω — ΝΑ πέφτω προς τα εμπρός, κλίνω, γέρνω προς τα εμπρός («προπεσόντες ἔρεσσον», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. (για ικέτη) πέφτω μπροστά στα πόδια κάποιου 2. πέφτω πρώτος στο πεδίο τής μάχης 3. ορμώ προς τα εμπρός, φέρομαι ορμητικά προς τα εμπρός 4. (για ποταμούς … Dictionary of Greek